Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Ενα αστέρι στον κήπο


ΔΙΗΓΗΜΑ

Γιώργος Ουντράκης | 01.06.2010

Eίδα ένα αστέρι να πέφτει, μα μετά χάθηκε στην ματαιοδοξία μου. Η ανεκδιήγητη σοφία της πλάσης, η επείγουσα να μας ηλεκτρίσει, το αέναο μαξιλάρι της ψυχής μας.
Kαθόμουν το βράδυ, έξω στον κήπο και περίμενα να επιστρέψεις.
Μα δεν έφυγες ποτές· δεν ήλθες ποτέ για να φύγεις, αιώνια αγαπημένη, των παιδικών μου ονείρων, ψηλή, αέρινη, σιωπηλή σαν το τέλος της ιστορίας.
Και τούτο το βράδυ (σαν όλα τ’ άλλα) με τα χέρια τεντωμένα μπροστά, στην ερημιά της προσμονής, στην γλύκα του τυχαίου αυτοκινήτου που κουβαλά ένα ερωτευμένο ζευγάρι.
Εκεί έξω στον δρόμο, λίγο πιο μακριά από την μοναξιά μου, εκείνος ο ήχος και η φαντασίωση που σέρνει μαζί του.
Δυστυχώς!
Σαν παγανιστικό ξόρκι...
Και τώρα πάλι οι δύο μας· εγώ και η χτισμένη καρέκλα της μοναξιάς κάτω από την πρασινάδα που τσιμπά, που αφήνει μια ισοπεδωτική άυλη μυρουδιά, που δεν με χωρά μοναχό μου.
Η μυρουδιά της μοναξιάς, μουδιάζει τις φτέρνες, τσούζει τα βλέφαρα, γίνεται τσιγάρο και καπνός πικρός, κομμένη ανάσα που ζέχνει.
Είχα μια ελπίδα κρυφά μέσα μου, πως κάποτε θα χτυπούσε το ρημάδι το τηλέφωνο, θα ήταν μια ανυποψίαστη κυρία για να μου εξομολογηθεί έναν υποψιασμένο έρωτα.
Αυτή η ελπίδα τα βράδια γιγαντώνεται, γίνεται στατιστικό εύρημα, βούρκος των μαθηματικών...
Εξαντλώ την ύπαρξή μου σε μια αμφιλεγόμενη ελπίδα που με κρατά ζωντανό, ξύπνιο, πένθιμο.
Πάλι άκουσα ένα αυτοκίνητο· λες να του κρατά το χέρι η καλή του και να τον φιλά στο μάγουλο;
Χτύπησε το τηλέφωνο.
Γυναικεία φωνή.
- “Μου δίνετε τον Χρήστο;”.
- “Γιώργο με λένε· Γιώργο· αλλά ευχαρίστως θ’ άλλαζα ακόμη και το όνομά μου...”


www.haniotika-nea.gr

Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

ΠΑΣΧΑΛΙΝΗ ΑΘΙΒΟΛΗ


Ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ... (Πασχαλινὴ ἀθιβολή)
Δημοσιεύθηκε ἀπὸ τὸν Γ. Καφφετζάκη - Μαράντη, στὴν Κρητικὴ Πρωτοχρονιὰ 1961.







Ἡ νεανικὴ συντροφιὰ ἀποφάσισε νὰ κάνει Πάσχα σὲ κανένα ἀπόμακρο χωριό. Ἡ νύχτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου τοὺς βρῆκε νὰ περιπλανῶνται σὲ κορφοβούνια ἄγνωστα. Εἶχαν χάσει ὁριστικὰ τὸ δρόμο.
Ξαφνικὰ ἀκούστηκε ἀπὸ πέρα τὸ χτύπημα καμπάνας τῆς ἀναστάσιμης λειτουργίας καὶ τότε κατάλαβαν πὼς κινδύνευαν νὰ μὴ κάνουν Ἀνάσταση τὴ χρονιὰ αὐτή.
- Βρὲ παιδιά, βλέπω φῶς ἐκεῖ στὴ διπλανὴ κορφή, φώναξε κάποιος.
Ξεκίνησαν ὅλοι μαζὶ κατὰ ΄κεῖ, πλησίασαν, μὰ σταμάτησαν ἀπότομα ὅταν ἕνας μαντρόσκυλος οὔρλιαξε ἄγρια. Ἔτσι σκαρφαλωμένοι σ᾿ ἐκείνη τὴν κορφή, εἶδαν ἀπὸ μικρὴ ἀπόσταση τὴ σκηνὴ τὴν ἀλησμόνητη: Ὁ βοσκὸς ἀνάμεσα στὰ πρόβατα, μ᾿ ἕνα κερὶ στὸ χέρι, ἔκανε μονάχος του τὴν Ἀνάσταση. Ἀκουγότανε καθαρὰ κομμάτια ἀπὸ τροπάρια ποὺ ἔψαλλε μὲ τὴν χοντρὴ φωνή του καὶ ἄλλοτε ἀπάγγελλε σὲ ἐκκλησιαστικὸ τόνο. Κάπου - κάπου διέκοπτε τὸ ψαλτικό του γιὰ νὰ ἐπιβάλει σιωπὴ στὰ γρυλίσματα τοῦ μαντρόσκυλου, ποὺ καθὼς μᾶς ἔνοιωθε κοντὰ οὔρλιαζε καὶ στὸ τέλος γιὰ νὰ μείνει ἥσυχος τὸν ἔδεσε σὲ κάποιο δεντράκι ἐκεῖ κοντά.
«Τὴν Ἀνάστασή σου Χριστὲ Σωτήρ, ...ἀγγέλοι κουνοῦσιν ἐν οὐρανοί..., Ἀναστάσης ὁ Χριστὸς ἀπὸ τοῦ τάφου...», (καὶ διέκοπτε γιὰ νὰ ἐπιβάλει σιωπὴ στοὺς γρυλλισμοὺς τοῦ σκυλιοῦ): Σώπα, μωρέ, ἄδικο νὰ σοῦ δώσει, καταραμένε καὶ λειτουργιὰ γίνεται! (καὶ συνέχιζε): «Ἀνάσταση Χριστοῦ περασάμενος... Ἰησοῦς ὁ μόνος ἀναμάρτητος.», «Τὸν Σταυρόν του προσκουνοῦμεν Δέσποτα...» (μπέε, ἔκαμε ἄξαφνα ὁ διπλανός του τράγος). «Εἴντα ῾χεις ἐδὰ κι ἡ ἀφεδιά σου τέθοια ὥρα; Κεδιὰ (σιωπή) νὰ σὲ κόψει, δὲ θωρεῖς πὼς λειτουργῶ;»
Καθὼς εἴχαμε πλησιάσει τὰ μάτια μας εἴχανε συνηθίσει στὸ λίγο φῶς τῆς ἀστροφεγγιᾶς κι βλέπαμε πιὰ καθαρὰ ὅλες τὶς λεπτομέρειες τοῦ προσευχόμενου.
Μὲ τὸ ἕνα χέρι κρατοῦσε μία μεγάλη λαμπάδα ἀναμμένη, ποὺ τὴν εἶχε βέβαια φέρει ἀπὸ τὸ χωριό, καὶ μὲ τὸ δεξὶ κουνοῦσε ἕνα θυμιατήρι δικῆς του κατασκευῆς: εἶχε δέσει μὲ σπάγκο τὸν πάτο μίας σπασμένης στάμνας καὶ μέσα εἶχε τὰ κάρβουνα καὶ τὸ λιβάνι.
Καθὼς λοιπὸν ἀπάγγελνε ἢ ἔψαλλε τὶς προσευχές του, θυμιάτιζε συγχρόνως συνεχῶς, καθὼς κάνει ὁ διάκος στὴν ἐκκλησία. Καὶ ἡ ἀκολουθία συνεχιζόταν:
»Κύματι θαλάσσης τὸν πρήξαντα πάλι διώχτη τύραννε...» σφεντονίζοντας τὴν τελευταία λέξη μὲ μίσος καὶ ἀγανάκτηση.
Σὲ λίγο οἱ καμπάνες τῶν γύρω χωριῶν χτυποῦσαν χαρμόσυνα καὶ ἀπόμακροι κρότοι τουφεκοβολισμῶν ἔφτασαν καὶ ἐκεῖ πάνω. «Ὁ Χριστὸς εἶχε ἀναστηθεῖ». Στὸ ἄκουσμα αὐτὸ ὁ βοσκὸς ἄφησε τὸ θυμιατήρι καὶ παίζοντας ἕνα πήδημα, ὅπως θὰ ἔκανε καὶ στὸ χορό, ἄρχισε μὲ ὅλη τὴ δύναμη τοῦ στήθους του νὰ ψέλνει τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», κουνώντας τὸ κερί του, καὶ πετώντας διάφορα σπασμένα πήλινα ἀγγεῖα ποὺ εἶχε συσσωρεύσει γύρω του ἐδῶ κι ἐκεῖ, ποὺ καθὼς σποῦσαν ἔκαναν ἕνα τρομερὸ κρότο ποὺ ἀντιλαλιόταν στὴν ἡσυχία τῆς ἐρημιᾶς. Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀντικαθιστοῦσε τὰ βαρελότα καὶ τὶς γιορταστικὲς τουφεκιές. Τὰ πρόβατα μὲ τοὺς ἀπροσδόκητους αὐτοὺς θορύβους σκόρπισαν καὶ τὸ μαντρόσκυλο οὔρλιαξε ἀγριεμένο, κοιτάζοντας κατὰ τὸ μέρος ποὺ εἴμαστε...
»Ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ σκορπιστεῖτε καὶ σεῖς μωρέ, καὶ τοῦ Θεοῦ πλάσματα εἴσαστε...». Καὶ δῶσ᾿ του καὶ πετοῦσε τὶς σπασμένες γλάστρες σὲ ὅλα τὰ σημεῖα... Ἤτανε τόση ἡ χαρά του, τόσος ὁ ἐνθουσιασμός του γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ποὺ δὲ θυμούμαστε νὰ εἴχαμε ἰδεῖ ποτὲ μεγαλύτερη θρησκευτικὴ χαρά...
Ἀποφασίσαμε τώρα νὰ παρουσιαστοῦμε καὶ ὅλοι μαζὶ τοῦ φωνάξαμε
- Χριστὸς Ἀνέστη, κουμπάρε.
- Ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος, εἶπε κι ἔτρεξε κοντά μας.
Ἤτανε ἕνας θεόψηλος ἄντρας, ὡς 25 χρονῶ, πλατύστερνος, μὲ τεράστιες πλάτες, ποὺ ἡ φωνή του καθὼς μᾶς μιλοῦσε ἀντιβοοῦσε στὶς γύρω λαγκαδιές.
- Ἐχάσαμε τὴ στράτα, καὶ δὲν προφτάξαμε νὰ πᾶμε στὸ χωριὸ νὰ κάμουμε ἐκειὰ Ἀνάσταση.
- Ὁ Θεὸς τά ῾φερε «δεξά», εἶπε ὁ βοσκὸς γελώντας νά ῾ρθετε κατὰ τὸ κονάκι μου ἀπόψε νὰ κάμω κι ἐγὼ Λαμπρὴ μαζί σας, ἀλλιῶς ἤθελε νά ῾μαι μονάχος.
- Καλῶς ἤρθετε, καλῶς ἐκοπιάζετε. Πᾶμε στὸ μητᾶτο παρακάτω καὶ πρᾶμα δὲ θὰ μᾶς-ε λείψει.
Καὶ ἀληθινὰ τίποτε δὲν ἔλειψε ἀπὸ τὸ πλούσιο τραπέζι ποὺ μᾶς ἔστρωσε, ἀπὸ τὰ κόκκινα αὐγὰ καὶ τὸν ὀβελία ποὺ ψήσαμε ὅλοι μαζί, ὡς τὰ παχύτατα γαλακτερά, ποὺ ἄφθονα, ἀκατάπαυστα, μᾶς κουβανοῦσε.




Ευχολημενό, ειρηνικό, επλιδοφόρο και παντα χαρούμενο το Πασχα που θα έρθει.Επεύχομαι σε όλους τα καλύτερα




Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

Η Ανθομαλλούσα (Λαϊκό παραμύθι της Σούγιας Σελίνου)


Η Ανθομαλλούσα

Μια φορά κι έναν καιρό στην αρχαία Σύϊα, τη σημερινή Σούγια, ζούσε ένας άρχοντας με τη μονάκριβη θυγατέρα του. Τ’ όνομά της το ‘χανε ξεχάσει πια γιατί όλοι την ήξεραν και την φώναζαν Ανθομαλλούσα. Από μικρό κοριτσάκι στόλιζε τα μαλλιά της με λουλούδια, γιασεμιά και λεμονανθούς ή μανουσάκια ή χαμομήλια και κείνα ευωδιάζανε συνέχεια. Μα δεν ήταν μόνο τα ευωδιαστά της μαλλιά που μάγευαν τον κόσμο, ήταν κι η γλυκιά μιλιά της. Όταν τραγουδούσε όλοι σώπαιναν, την άκουγαν κι ο νους τους εταξίδευε.
Μεγάλωσε η Ανθομαλλούσα κι ο πατέρας της αποφάσισε να την παντρέψει. Αυτό ήταν μια εύκολη υπόθεση αφού όλοι οι νιοι της περιοχής μα και αρχοντόπουλα από μακριά είχαν ακουστά για την καλοσύνη και την ομορφιά της. Ευχαρίστως θα έκαναν τα πάντα για να κερδίσουν την καρδιά της και να γίνει γυναίκα τους.
Ο άρχοντας όμως σκέφτηκε πως με τα παντρολογήματα της κόρης του θα ήταν ευκαιρία να τακτοποιήσει και κάποια σημαντικά έργα για το καλό όλων των κατοίκων.Η αλήθεια είναι πως ο τόπος που ζούσανε ήταν όμορφος και εύφορος. Οι κάτοικοι αγαπούσανε τη γη τους, την καλλιεργούσανε και κείνη τους έδινε άφθονους και νόστιμους καρπούς.
Όμως κουβαλούσανε το πόσιμο νερό από μακριά και αυτό έφερνε κόπο και ταλαιπωρία στον κόσμο. Και όταν έπρεπε να πάνε στη γειτονική Έλυρο ο δρόμος ήταν κακοτράχαλος και δύσβατος. Είχε λοιπόν στο νου του να γίνει ένα μυλαύλακο για να φτάσει το πόσιμο νερό στην πλατεία του χωριού και να χαραχτεί κι ένας καινούριος δρόμος για την Έλυρο.
Σαν έφτασαν λοιπόν οι υποψήφιοι γαμπροί για την κόρη του εκείνος διάλεξε δυο αρχοντόπουλα που του φάνηκαν έξυπνα και προκομμένα. Τους ανακοίνωσε πως θα αναλάβει ο καθένας τους ένα έργο, ο ένας το μυλαύλακο και ο άλλος το δρόμο και όποιος τελειώσει πρώτος το έργο θα παντρευτεί την κόρη του.
Έτσι αποφάσισε ο άρχοντας, έτσι κι έγινε.
Ξεκίνησαν οι νέοι τα έργα και προσπαθούσαν μ’ όλη τους τη δύναμη και την τέχνη για να τα ολοκληρώσουν μια ώρα αρχύτερα . Και πότε ο ένας έμοιαζε να είναι μπροστά πότε ο άλλος. Όλοι αγωνιούσαν για το ποιος θα προλάβει, ποιος θα πάρει την όμορφη κόρη. Μα η Ανθομαλλούσα είχε διαλέξει κιόλας το ένα αρχοντόπουλο και όλη μέρα κι όλη νύχτα παρακαλούσε την Παναγιά να τελειώσει πρώτος ο αγαπημένος της. Ήξερε πως δεν είχε δικαίωμα να ΄χει διαφορετική γνώμη απ’ αυτή του πατέρα της. Πέρασαν μέρες και νύχτες, πέρασαν μήνες και η αγωνία της μεγάλωνε όπως μεγάλωνε κι η αγάπη της για το νέο που είχε διαλέξει.
Μα δυστυχώς τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα ’θελε, ο αγαπημένος της άργησε, ο άλλος τέλειωσε πρώτος, άρα αυτός θα γινόταν ο σύζυγός της.
Η πίκρα της ήταν αβάσταχτη, δε το ’βαζε ο νους της πως θα παντρευτεί κάποιον που δεν αγαπά.
Καλύτερα να φύγω, σκέφτηκε.
Περίμενε ως αργά τη νύχτα κι όταν όλοι αποκοιμήθηκαν πήρε το δρόμο για το γιαλό. Το μονοπάτι ήταν στενό και δύσβατο, κάθε τόσο σκουντουφλούσε στις πέτρες και στα χαλίκια Τα ρούχα της σκάλωναν στα κλαδιά και τα μαλλιά της μπερδευότανε στους θάμνους. Μα εκείνη στιγμή δε σταμάτησε, ούτε λεπτό δεν πισωγύρισε. Το φως του φεγγαριού τής έδειχνε το δρόμο, και λαμποκοπούσε ο δρόμος του πάνω στα νερά του Λυβικού πελάου. Έφτασε η Ανθομαλλούσα σ’ ένα μεγάλο βράχο που είχε μια απλωσιά, ένα πλάτωμα και στη μέση του μια γούβα. Τό ΄ξερε καλά αυτό το μέρος, από κει μαζεύανε κάθε καλοκαίρι το αλάτι. Ήταν επικίνδυνο σημείο και δεν την άφηναν να πλησιάζει γιατί τα βράχια ήταν ψηλά και απότομα κι ένα στραβοπάτημα ήταν αρκετό για να γκρεμιστείς στη θάλασσα. Κάθε φορά παρατηρούσε από μακριά πως δένανε τον κουβά μ’ ένα μακρύ σκοινί και το πετούσανε με προσοχή στη θάλασσα για να πάρουν το νερό. Ύστερα αδειάζανε το θαλασσινό νερό και σιγά σιγά γέμιζε η λακκούβα. Έτσι γινότανε η αλυκή. Μετά ερχότανε ο καυτός ήλιος εξάτμιζε το νερό και έμενε η αλμύρα της θάλασσας, το αλάτι, μέσα στο βράχο. Κι απόψε η μεγάλη αλυκιά ήταν γεμάτη με άσπρο κρυσταλλικό αλάτι.
Η Ανθομαλλούσα ξέμπλεξε όσα λουλούδια είχαν μείνει στα μαλλιά της και τ’ ακούμπησε στο χείλος της αλυκιάς. Πήρε στα χέρια της μια χούφτα απ’ το άσπρο αλάτι το μύρισε κι ύστερα το πέταξε πέρα μακριά προς τη μεριά της λαγκαδιάς λέγοντας: «πέρδικα πάρε τα κάλλη μου»
Πήρε δεύτερη χούφτα αλάτι το πέταξε κι αυτό πέρα μακριά στους θάμνους λέγοντας: « αηδόνι, χαλάλι σου η φωνή μου»
Πήρε και τρίτη χούφτα αλάτι, αυτό το πέταξε πέρα μακριά στα σκοτεινά νερά της θάλασσας λέγοντας: « και συ γαλάζια θάλασσα να, πάρε το κορμί μου». Ευθύς μετά έπεσε από την άκρη του γκρεμού στη θάλασσα και πνίγηκε. Μέσα στη σιγαλιά της νύχτας ακούστηκε ο παφλασμός στη θάλασσα, το γλυκολάλημα του αηδονιού, η περπατησιά της πέρδικας κι ύστερα όλα σώπασαν ξανά.
Λένε πως από τότε σε κείνη την αλυκιά της Σούγιας το αλάτι είναι ξεχωριστό, πεντακάθαρο και μυρωδάτο. Μυρίζει, λένε, σαν εκείνα τα λουλούδια που στόλιζαν τα μαλλιά της όμορφης μα άτυχης Ανθομαλλούσας.
Άλλοι πάλι λένε πως η θάλασσα λυπήθηκε τα νιάτα και την ομορφιά της και δεν την έπνιξε, την πήρε στην υγρή αγκαλιά της και έβαλε τα κύματα να την παρηγορήσουνε. Με το πέρασμα του χρόνου έγινε γοργόνα και ζει σε μια θαλασσινή σπηλιά κάτω από τα μεγάλα βράχια. Τα βράδια βγαίνει στην ακρογιαλιά και τραγουδά παρέα με τα κύματα και με τ’ αστέρια τ’ ουρανού. Κι αν τότε τύχει και τη δει ή να την ακούσει κανένας άνθρωπος πάει, χάνει τα λογικά του.
Γι’ αυτό κι όσοι μένουνε στα γύρω χωριά τα βράδια του καλοκαιριού δε σιμώνουν σε κείνα τα βράχια μόνο μαζεύονται στις ασπρισμένες αυλές των σπιτιών και κει παρέα με τους βασιλικούς και τα σαμιαμίδια ιστορούνε τη ζωή της Ανθομαλλούσας. Από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε η ιστορία της και τώρα την ξέρετε και σεις. Μα υπάρχουν πολλοί που δεν την ξέρουν ακόμα και περιμένουν να την μάθουν από εσάς!

Διασκευή : Τζιάκη Δέσποινα - Ιούλης 2005

πηγή:www.kandanos.eu